-
1 κερδίων
A more profitable; Hom. only neut.,ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη Il.6.410
, or , cf. 7.28;ἦ μάλα τοι τόδε κ. ἔπλετο θυμῷ Od.20.304
: later in masc., .II κέρδιστος, η, ον, [comp] Sup., most cunning or crafty,Σίσυφος.., ὃ κέρδιστος γένετ' ἀνδρῶν Il.6.153
.2 of things, most profitable, A.Pr. 387;πρὸς τὸ κέρδιστον τραπείς S.Aj. 743
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδίων
См. также в других словарях:
κέρδιστος — κέρδιστος, ίστη, ον (Α) 1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ.… … Dictionary of Greek